Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Νάνι του ρήγα το παιδί...

.





Νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ’ αγγόνι
Νάνι του κήπου η πασχαλιά, του Μάη το χελιδόνι

Κοιμήσου φως της χαραυγής, κι άστρο χρυσό τ’ Απρίλη
κι η Παναγιά στον ύπνο σου χαμογελά στα χείλη
Κάμε τον ύπνο σύννεφο και τ’ όνειρό σου πάχνη
κι ένα πουλί τ’ αυγερινού να σ’ ανταμώσει ψάχνει

Νάνι του ρήγα το παιδί...



Μουσική:Μ. Χατζιδάκις
Στίχοι:Ν. Γκάτσος







Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Ο τελευταίος μονόκερως...

.



Μία φορά κι Έναν καιρό... συναντάμε το όνειρο.
Το φόντο του λαδί... βιολετί... γαλάζιο.
Γαλήνιο εντός.

Καλή...

νυ

χτα...





Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ο Μικρός Πρίγκιπας...

.
Για τους πρίγκιπες των χαμένων Ιουλίων...

"...αν θελήσεις να μοιραστείς τον πόνο σου, θα τον χάσεις κι αυτόν, όπως και κείνον που έφυγε."

Ναι, έτσι είναι...

Σ'ευχαριστώ



.



Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Στα τζιτζίκια...



Trago fados nos sentidos
Tristezas no coração
Trago os meus sonhos perdidos
Em noite de solidão
Trago versos, trago som,
De uma grande sinfonia
Tocada em todos os tons
Da tristeza e da alegria

Trago amarguras aos molhos
Lucidez e desatino
Trago secos os meus olhos
Que choram desde menino
Trago noites de luar
Trago planícies de flores
Trago o céu e trago o mar
Trago dores ainda maiores

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Οι Σελίδες της Αμαλίας...




Η Αμαλία Καλυβίνου, ήταν φίλη μου. Γράφω «ήταν» και αισθάνομαι «είναι».

Απ’ όταν πέθανε-και δεν είμαι η μόνη που νιώθω έτσι-έχω την ψευδαίσθηση ότι είναι κάπου εδώ γύρω…

Αυτή μου η αίσθηση γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν κυκλοφορώ στον αέρα του διαδικτύου. Εκεί που έγινε γνωστή η Αμαλία και άνοιξε το θέμα «φακελάκι».

Κάποια στιγμή, ένιωσα την ανάγκη να γράψω γι αυτήν… μου έλειπε… νόμιζα πως θα απαλύνει το αίσθημα της απουσίας αν μοιραζόμουν σκέψεις και αισθήματα. Θα ήταν σαν να της μιλούσα.

Το έκανα. Έγραψα και δεν το είπα σε κανέναν από τους δικούς της. Δεν ήξεραν καν ότι είμαι blogger… δεν ήθελα να τους ταράξω άλλο. Αρκετά ήταν όσα είχαν περάσει και περνούσαν.

Σήμερα όμως με πήρε τηλέφωνο η μάνα της.

«Τι είναι αυτό που κάνατε;», είπε, «Έμαθα μόνη να σκαλίζω τον υπολογιστή. Να μπαίνω και να βρίσκω τι γράφουν για κείνη. Δεν ήξερα ότι έχεις γράψει κι εσύ… ξαφνικά το βρήκα. Πάτησα κατά λάθος την φωτογραφία που έχεις βάλει και γέμισε η οθόνη μου Αμαλία… δεν ήξερα ότι είχατε βάλει φωτογραφίες της και το γράμμα που είχε στείλει στη Ρούλα…

Εσείς την ξέρατε. Διάβαζα τι έγραφες και νόμιζα ότι ξαναήρθατε στο μπαλκόνι μου, ότι ξαναζούσα τα βράδια που μαζευόσασταν εδώ…»

Η μάνα της, είναι μια σκληρά εργαζόμενη γυναίκα, που πάλεψε και παλεύει, σχεδόν μόνη, για να μην λείψει τίποτε από τα παιδιά της. Μπροστά στον πόνο της δεν μπορώ παρά να στέκω σιωπηλή.

Στην συνέχεια της κουβέντας μας, μου είπε για τα ημερολόγια της Αμαλίας, τα σκίτσα της, τα χαρτάκια με τις σάτιρες… όλα όσα έβρισκε σιγά-σιγά ψάχνοντας. Κείμενα, κυρίως, που έκαναν την Αμαλία παρούσα στην μητρική καθημερινότητα. «Αφού δεν είναι πια εκείνη εδώ, είναι τα λόγια της.»

Και γι αυτό γράφουμε άλλωστε.

Η κουβέντα μας κράτησε πολύ… γέννημα της είναι αυτό το ιστολόγιο, Οι Σελίδες της Αμαλίας.

Ένα ιστολόγιο που θα περιέχει σελίδες από τα ημερολόγια της Αμαλίας, κείμενα και σκίτσα της, σάτιρες…

Επιλογές από το τεράστιο υλικό που υπάρχει και η δημοσιοποίησή του θα σκιαγραφούσε την προσωπικότητα της.

Είναι επιθυμία της μάνας της, στην οποία δεν θα μπορούσα να αρνηθώ, αλλά νομίζω ότι θα έβρισκε σύμφωνη και την Αμαλία…



Ελένη Λ.



Το σκίτσο είναι του Paul Klee

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Κύπρος-35 χρόνια μετά, Μαριαλένα, δεν ξεχνώ…

.

Γνώρισα κάποτε μια γυμνάστρια, Μαριαλένα Μελή το όνομά της, που ήταν από την Κύπρο. Μια γλυκιά ψηλή γυναίκα με μακριά πυρόξανθα μαλλιά.

Αγαπούσε τη δουλειά της και είχε φτιάξει μια σχολική ομάδα η οποία παρουσίαζε ένα μικρό σεργιάνι στην χορευτική παράδοση του τόπου μας το οποίο είχε όμορφα δέσει με ψυχοκοινωνικές μελέτες για την έννοια και την δυναμική του χορού.

Πριν περίπου δεκαπέντε χρόνια, δήλωσε συμμετοχή η ομάδα στις εκδηλώσεις Μαθητικής Δημιουργίας της πόλης μου και η συμμετοχή αυτή αποτέλεσε αφορμή της μικρής μας γνωριμίας.

Παρουσίαζα τις εκδηλώσεις κι έτσι είχα την ευκαιρία να διαβάσω τα ομορφογραμμένα κείμενα τα οποία πλούτιζαν τις γνώσεις μου πάνω στο ήδη αγαπημένο θέμα του παραδοσιακού χορού.

Όταν ήρθε η ώρα να αναγγείλω την χορευτική ομάδα του σχολείου της Μαριαλένας, είπα πολύ απλά και χωρίς να το σκεφτώ: «Το 9ο Γυμνάσιο της πόλης μας, παρουσιάζει χορούς από την Ελλάδα και την Κύπρο.»

Πού είναι το λάθος; Θα μου πείτε…

Πουθενά δεν θα ήταν το λάθος, αν δεν μιλούσαμε για μία χώρα, την Κύπρο, που μας τρέφει η ίδια παράδοση και που μιλούμε την ίδια γλώσσα.
Πουθενά δεν θα ήταν το λάθος αν δεν είχα, με τα λόγια μου, αθέλητα βγάλει την Κύπρο έξω από αυτή την παράδοση, ενώ άφηνα -όπως και είναι- εντός παραδόσεως την Μ. Ασία, τον Πόντο, την Ρωμυλία…

Η Μαριαλένα, με κείνο τον γλυκό και απαλό της λόγο, ήρθε και με ρώτησε απλά:

«Η Κύπρος δεν χορεύει χορούς από την Ελλάδα;»

Μ’ έσφαξε. Με πόνεσε βαθειά η κουβέντα της.

Η Μαριαλένα μετά από χρόνια, αρρώστησε και πέθανε. Πολύ νέα, πολύ όμορφη, πολύ δημιουργική και με βαθειά αγάπη για την πατρίδα της.

Όταν πλησιάζουν οι μέρες της επετείου του πραξικοπήματος στην Κύπρο και της τουρκική εισβολής, την Μαριαλένα θυμάμαι.
Η ανάμνηση του απλού ερωτήματός της γδέρνει μέσα μου έναν πόνο και μια τραγική διαπίστωση:
Τότε-και τώρα- οι περισσότεροι που είχαμε εντάξει τον εαυτό μας στην Αριστερά, είχαμε άτολμη και θολή τοποθέτηση πάνω στα Εθνικά θέματα.
Κάτι ψευτοδιεθνισμοί, κάτι ψευτοφιλίες των λαών, κάτι δήθεν θέσεις με γενικότητες και γενικεύσεις…

Όσο για την Καραμανλική Δεξιά,
«δυστυχώς η Κύπρος είναι πολύ μακριά»*, δήλωνε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τότε κι ας προσπαθούν τώρα να το ξεχάσουν οι διάδοχοι.

Φυσικά η Κύπρος θα είναι πάντα μια άλλη ανεξάρτητη χώρα, όμως οι δεσμοί μας είναι δεσμοί αίματος, ιστορίας και πολιτισμού. Δεν μπορεί με ευκολία να μιλάμε για πάλε ποτέ «χαμένες πατρίδες» επειδή μας είναι ανώδυνο πολιτικά και στα σύγχρονα πολιτικά ζητήματα να λέμε μισόλογα.

35 χρόνια μετά, το Κυπριακό αποτελεί αγκάθι και πόνο βαθύ στην Κύπρο, μια χώρα διχοτομημένη βίαια και βαθειά τραυματισμένη, αλλά και στην Ελλάδα.

35 χρόνια μετά, ο Κυπριακός λαός έχει ανάγκη την απόλυτη στήριξη μας και την απαίτηση δίκαιης λύσης σύμφωνα με τις αρχές και τις αποφάσεις του ΟΗΕ.

35 χρόνια μετά, Μαριαλένα, δεν ξεχνώ…




Ελένη Λ.



Διαβάστε: Δελτίο τύπου της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Διαβάστε στην Ελευθεροτυπία.

Διαβάστε: Σιαμαία Ιουλιανά εγκλήματα.

.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Ο Σιμιγδαλένιος... "Κυριακάτικο" Παραδοσιακό Παραμύθι.

.
-->


«Λογοδοτούν ποτέ τα παραμύθια;»
Η ποίηση και η αθωότητα είναι το κέλυφος της παιδικότητας…


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια δυχατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει –δεν ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον– κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πάρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι ζάχαρη.»
Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε μια κάμαρα σαράντα μέρες και να μη με γυρέψετε ντιπ.»
Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθάρισε, τα ετοίμασε ούλα, έπιασε και ζύμωσε το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και τη ζάχαρη και ιστόρησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφκιασε, κάθισε στο κεφάλι του, τον λιβάνιζε κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου;»
Αυτά τα ’κανε σαράντα μέρες κι έκλαιε. Στις σαράντα μέρες, της λέει αυτός: «Αχ! τι γλυκά κοιμόμουνα και με ξύπνησες!». Άφησε αυτή αμέσως τα κλάματα κι είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις πόρτες και βγαίνει αυτός όξω. «Νά, λέει, πατέρα, ποιόνα θα πάρω, κι όχι κείνον που μου δίνεις».



Τ’ ακούει ο άλλος βασιλέας, πως του τάδε βασιλέα η δυχατέρα έκαμε ένα σιμιγδαλένιο και τον πήρε άντρα, το μαθαίνει κι η δυχατέρα του αυτουνού, και πέφτει στα μαύρα πανιά να πεθάνει. Ήθελε αυτή το Σιμιγδαλένιο για άντρα.
Αρρώστησε απ’ τον καημό της. Τι να κάμει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με τη γυναίκα του και είπαν: «Να κάμουμε, γυναίκα, μια φρεγάδα, να την αρματώσουμε και να τη φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά, διάφορα, να ‘ρθει ο Σιμιγδαλένιος να ψωνίσει για τη γυναίκα του, να τόνε κλέψουμε.».
Έτσι κι έγινε.
-->


Η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι, και δεν ήρθε ο Σιμιγδαλένιος να φάει, λέει: «Πού είναι ο Σιμιγδαλένιος; Στη φρεγάδα; –Έφυγε. –Πού πάει; –Ο Κύριος ξέρει». Άρχισε τα κλάματα. Λέει ο πατέρας της: «Παιδάκι μου, μην κλαις. –Να μην κλαίω; Τον άντρα μ’ θέλω. –Μα πού να τόνε βρούμε; Ας μη τον έστελνες να σου πάρει γυαλικά. –Εγώ, λέει, πατέρα, θα φύγω. –Μα πού θα πας, παιδάκι μου; –Θα φύγω» λέει. Σηκώθηκε κι έφυγε.

Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυρίζει. Γίνηκε αγνώριστη. Στο δρόμο, που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα· Να με γιατρέψεις θεια. –Τι γιατρειά, να σε κάμω; –Εγώ είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο. –
Α! λέει, θεια, να καθίσω να του πω για το Σιμιγδαλένιο. –Ου! λέει αυτή. Να καθίσεις; Θα σε φάει. –Ας καθίσω, λέει, θεια. Κρύψε με να του πω κι εγώ τον πόνο μου. –Ου! λέει. Πού να σε κρύψω; Έχω τόπο;» Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος. «Άντε, λέει, να φύγεις. Θα ’ρθει ο ήλιος, να σε φάει. –Κρύψε με, λέει, θεια. Κάμ’ ένα καλό, να με κρύψεις». Έκλαιε αυτή, την λυπήθηκε, σηκώνει τη σκούπα, την έκρυψε αποκάτω.
Βασίλεψε ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε στη μάνα του. «Καλησπέρα, σταυρομάνα. –Καλησπέρα. –Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει, λέει ο ήλιος. –Πού να τη βρω, λέει, εγώ την ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός να μην το δώσει, μάνα, λέει αυτός».
Κατέβασε η μάνα του το ρακοκάζανο, του ’βανε ψωμιά, φαγιά, έφαγε. Του λέει: «Παιδάκι μ’ πεινάς άλλο; Θέλεις να φας; –Όχι, λέει, δεν πεινώ. –Σα δε πεινάς, λέει, να βγει μια, να σου πει τον καημό της. Βγες, λέει, και συ παιδάκι μ’, να πεις τον καημό σου». Βγήκε αυτή, λέει:
Ήλιε μου, λαμπρέ λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε,
εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,
μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδώ, χριστιανή μου, εγώ; Να πας στο φεγγάρι, που γυρίζει όλη νύχτα. Εγώ το πρωί βγαίνω, το βράδυ έρχομαι. Άντε λέει, μάνα, φίλεψέ την κι ένα καρύδι». Της έδωκε αυτή ένα καρύδι. Τους χαιρέτησε, σηκώθηκε, έφυγε. Έφυγε, πήγε στο φεγγάρι.



-->
Τα ίδια και του φεγγαριού η μάνα. Σαν απόφαγε το φεγγάρι –Βγες, λέει στην κοπέλα, τώρα και συ, να πεις τον καημό σου».
Βγαίνει κείνη. –«Καλημέρα σας. –Καλημέρα».
Φεγγάρι μου, λαμπρό λαμπρό και λαμπρογεμισμένο,
εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,
μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδώ εγώ; λέει. Εγώ βγαίνω από βράδυ σε βράδυ. Να πας, λέει, στ’ αστέρια, που ’ναι πολλά. Αν δεν τον ιδεί το ένα θα τον ιδεί τ’ άλλο, φίλεψέ την, λέει κι ένα μύγδαλο.»
Παίρνει το μύγδαλο, σηκώθηκε η κακομοίρα, με τα μάτια κλαμένα και την καρδιά της καμένη, και φεύγει. Φεύγει, πηγαίνει στ’ αστέρια, στη μάνα τους. Πάλι τα ίδια.
Αστέρια μου λαμπρά λαμπρά και λαμπρογεμισμένα,
ψηλά οπού διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε,
μην είδατε τον άντρα μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;
– Πού να τον ιδούμε; λέει ο μεγάλος αστέρας. Εμείς αποβραδίς βγαίνουμε και το πρωί βασιλεύουμε».
Πετάχτηκε και το μικρό τ’ αστεράκι και λέει: «Εγώ, θεια, τον είδα». Του δίνει ένα μπάτσο ο μεγάλος. «Μην το χτυπάς, λέει, αστέρα μου. Άσ’ το να μου πει, γιατί έχω καημό.–Ε! άντε, λέει, να την πας και να ’ρθεις, είπε τότε ο μεγάλος. Δώστε της κι ένα φουντούκι». Την πήρε τ’ αστεράκι, την πήγε.

-->

Σαν έφτασε, λέει στις δούλες: «Δε λέτε της κυράς σας να μ’ αφήσει να καθίσω σ’ ένα καμαράκι; Είμαι ξένη, κι είμαι φτωχιά, αρφανή». Πήγαν οι δούλες, το είπανε. Λέει η κυρά τους: «Άντε, λέει, βάλτε την σ’ ένα παράσπιτο».
Τη βάναν μέσα. Ανέβηκε, κατέβηκε ο Σιμιγδαλένιος, τον είδε αυτή. Κλειδώθηκε η κακομοίρα μέσα κι έκλαιε. Το πρωί ξημερώνει ο Θεός, σπάζει το καρύδι, βγαίνει ένα χρυσό μαγκάνι, απ’ αυτά που καλαμίζουν, σαν υφαίνουν. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και το μαγκάνι. Το βλέπουν οι δούλες, το λένε της κυράς τους. «Άντε, λέει, πέστε της, τι γυρεύει να τ’ αγοράσουμε». Πάνε κάτω, της λένε: «Τι γυρεύεις, ν’ αγοράσει η κυρά μας το μαγκάνι; –Εγώ, λέει, δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ αυτά με λεπτά. Αυτά αξίζουν ένα βασίλειο».
Πήγαν οι δούλες, τα ’παν αυτά στην κυρά τους. Λέει: «Άντε πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε». Παν οι δούλες, την ξαναρωτούνε. Τις λέει αυτή: «Εγώ δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, μόνο το Σιμιγδαλένιο να μου δώσει μια βραδιά. –Για τα μούτρα της, λέει η κυρά τους, τον έχω το Σιμιγδαλένιο; –Δεν τόνε δίνεις, λένε, κυρά, μια βραδιά; Τι θα πάθει; –Ε! άντε, λέει, φέρτε το ποτό να τον ποτίσουμε». Πάνε το ποτό, το ποτίζει, κοιμήθηκε αυτός. Τον πήρανε, τον πήγανε.




Τον πήρε αυτή, έστρωσε, τον ξάπλωσε, κλειδώθηκε, στάθηκε αποπάνω του κι έλεγε:

«Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου; Δεν είμαι γω που σ’ έπλασα; Δεν είμαι γω που σε ιστόρησα;»

Άκουγε αυτός, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, τον πήραν απάνω.
Έσκασε, πλάνταξε αυτή. Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο. Σπάζει το μύγδαλο. Βγαίνει μια χρυσή ανέμη. Κατεβαίνουν οι δούλες, τη βλέπουν. «Αχ! κυρά, για σένανε κάνει αυτή η χρυσή ανέμη. –Άντε, λέει, πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε, να την πάρουμε κι αυτή». Πάνε της λένε. Λέει: «Εγώ δεν την πουλώ με λεπτά. Να μου δώσετε το Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα». Την καταφέρανε πάλι οι δούλες την κυρά τους, τον πότισε αυτή με το ποτό, της τόνε δώκανε. Κλει τις πόρτες, στέκεται αποπάνω του:

«Δε μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δε μιλείς, μάτια μου; Δε μιλείς, φως μου;»
Δε μπορούσε κείνος να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, της τόνε πήρανε πάλι.

Έκλαψε αυτή, πικράθηκε. Τι να κάμει; Σπάζει και το φουντούκι. Σπάζει και το φουντούκι, βγαίνει μια χρυσή κλώσα με τα χρυσά τα πουλάκια. Κατεβαίνουν πάλι οι δούλες, τα βλέπουν, το λένε στην κυρά τους, πάνε πάλι σ’ αυτήν, της λένε τι θέλει να τα δώσει. Γύρεψε πάλι αυτή μια βραδιά το Σιμιγδαλένιο. Με τα πολλά πάλι την καταφέρανε να τόνε δώσει άλλη μια βραδιά.
Παίρνει το ποτό αυτή να τόνε ποτίσει. Αυτός το κατάλαβε, και κει που έκαμε πως θαλά το πιει, το ’χυσε στην τραχηλιά του. Έκαμε ύστερα τον κοιμισμένο. Τον πήρανε, τον πήγανε.
Κλειδώνεται αυτή. Άρχισε πάλι:

«Δε μου μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς, φως μου; –Ε! λέει κείνος. Σώπα. Εσύ ποια είσαι; –Δεν είμαι γω η γυναίκα σου, που σ’ έπλασα; –Και γίνηκες έτσι; –Έτσι γίνηκα, λέει, γιατί σ’ έχασα και σε γύρευα να σε βρω τόσο καιρό! –Τώρα, λέει, να φύγουμε».
Σηκωθήκανε τη νύχτα, φύγανε. Πήγανε στο παλάτι τους και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα.
Και τα κλάματα που είχε πριν αυτή, τα ’χει η άλλη τώρα.




Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Το τραγούδι του αρχιπελάγους...

.




Τόσο πολύ το αγάπησα αυτό το τραγούδι... τόσο.


Ήμουν εγώ.
Ήμουν η προσμονή... κι ας μην ήξερα τι πρόσμενα.
Ήμουν η αρραβωνιαστικιά, ο ναύτης, οι γλάροι, το νησί...
Ήμουν η αίσθηση και το υγρό φως του αρχιπελάγους.
Ήμουν η ελπίδα κι η αμεριμνησία.


Κι ήταν για μένα αυτό το τραγούδι...

Οι γαλάζιοι ψίθυροι της νύχτας.

Η αντανάκλαση του μέλλοντος.

Η διψασμένη εφηβεία.


Ανεμίζω λοιπόν το φουστάνι μιας νιότης που ξενυχτά ακόμη τραγουδώντας.

Αρματώνω καράβια, μαντηλάκια ερχομού.

Στην οσμή και την γεύση του σήμερα οι στίχοι του παραστέκουν, δροσεροί ακόμη μέσα μου, να δοθούν απλόχερα στον πιο "ελαφρό κυματισμό".



Ελένη Λ.


Ο έρωτας.
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλαροί των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
 
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδίου του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι
 
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
 
 
Οδυσσέας Ελύτης



.

.

.




Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

5.09΄ Ώρα Καλοκαιριάτικου μεσημεριού… όχι άλλες τηλεφωνικές πωλήσεις.

.


5.09΄ Ώρα Καλοκαιριάτικου μεσημεριού…

Από το πρωί έχω μαζέψει ήλιο με το τσουβάλι για το Χειμώνα, έχω βάλει ζέστη και στις τσέπες, έχω φορτώσει καυσαέριο και για του χρόνου…

Επιστρέφω σπίτι… ούτε να φάω δεν μπορώ καλά-καλά, κάνω ένα ντους και 5.08΄ ξαπλώνω στην δροσιά της κρεβατοκάμαρας με δυο μαξιλάρια κάτω από τα γόνατα και την ευχαρίστηση να βγαίνει από όλους μου τους πόρους.


5.09΄ χτυπάει το σταθερό…

-Σιγά που θα με αφήνανε να ξαπλώσω, λέω, γιατί έχω στο νου μου κάποια τηλεφωνικά ραντεβού που εκκρεμούν και φαντάζομαι ότι είναι κάποιος από αυτούς.
-Hellas on line, ακούγεται μια φωνή από την ορεινή Θεσσαλία.
Να σας ενημερώσουμε για ένα πρόγραμμα που έχουμε;

-Όχι, απαντώ, έχω conn-x…

Kαι… ω, του θαύματος… ξέρει τι είναι αυτό που λέω, το δέχεται και κλείνει.


Τα νεύρα μου και η διάθεση χαλάρωσης, έχουν πάει μαζί περίπατο.
Θέλω να φωνάξω. Να βρίσω και... να πάρω τηλέφωνο κάποιον να του το πω…


Δεν υπάρχει θέμα, όποιον και να πάρω θα το έχει ζήσει πάμπολλες φορές και σε χειρότερες εκδοχές από την δική μου την σημερινή.
Τέτοια ώρα όμως δεν μπορώ να πάρω κανέναν. Είναι μεσημέρι.

Ανάβω τσιγάρο. Στο σπίτι μου μπορεί να μην μπορώ να ξεκουραστώ, αλλά όλα κι όλα… μπορώ να πεθάνω από καρκίνο ελεύθερα. Δηλαδή… ακόμη και να το κόψω, από καρκίνο θα πάω… ή κριό… ή παραβίαση της ηρεμίας μου… δεν ξέρω.


Δεν είμαι νευρική, μη νομίζεται… απλά σκέφτομαι ότι, εδώ και μερικά χρόνια, 3-5 το μεσημέρι συνήθως, τις ώρες που ο άνθρωπος αποζητά να ξεκουραστεί στο καταφύγιο του σπιτιού του, κάποιοι του βιάζουν την σκέψη με τραπεζοκάρτες, τραπεζομάντιλα, προσφορές τηλεφωνικών εταιριών και ό,τι άλλο βάλει ο νους τους… που ο δικός μας σίγουρα δεν θα βάλει. Γιατί αν αυτό που πουλούν το έβαζε ο νους μας, αν το είχαμε πράγματι ανάγκη, θα πηγαίναμε στα καταστήματα να το αγοράσουμε.

Δεν συνεχίζω…

Έχει πάει 5. 24΄ και παρ’ ότι σε 6΄ δεν θα είναι ώρα κοινής ησυχίας… για τους Καλοκαιρινούς μήνες όμως, είναι ακόμη μεσημέρι.

ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΗΜΕΡΙ… ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ ΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΤΕ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΕΝΟΧΛΗΣΕΙΣ;


ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΗΜΕΡΙ…





Οι φωτογραφίες είναι από το gatti
και την Κιβωτό των ζώων

Λαϊκά Παραμύθια: Η νεράιδα και το μαντήλι της...

*

*


Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».

Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.

Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.

*


*



ΠΗΓΗ: ΥΠ.Ε.Π.Θ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ - 2ο Τ.Ε.Ε. Ν. Σμύρνης

Η εικονα είναι από τον Νεραϊδόκοσμο.gr


Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Σαπφώ Ερεσία...

*

Έρος δηύτέ μ’ ο λυσιμέλης δόνει, γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον


Πάλι μου κόβει τα πόδια
με συγκλονίζει ο έρωτας γλυκόπικρο θηρίο ανίκητο


Σαπφώ Ερεσία

Τι να σου πω Κυρά και Κόρη;

Θλιμμένη
Μ’ εκείνο το απόκοσμο βλέμμα των αγίων που έφυγαν
Με την κατακόκκινη ευωδιά του ζώντος πόνου
.

Έτσι σε έχω
Δική μου

Να θυμιατίζεις, ιερή, το πάντα του έρωτα
Να θάλλεις, μεσιτεύουσα, το ποτέ της ευτυχίας



Ελένη Λ.


Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Ο Μεγάλος Ερωτικός... Τα Λιανοτράγουδα και το λαϊκό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι...

.


Τα Λιανοτράγουδα του Μεγάλου Ερωτικού, παραδοσιακά στιχάκια μελοποιημένα από τον Μάνο Χατζιδάκι...

Με ένα αξεπέραστο ντουέτο από τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Φλέρυ Νταντωνάκη...

Και την ελληνική δισκογραφία σε μια μεγάλη της στιγμή...




Ο Μεγάλος Ερωτικός, ένας δίσκος του 1972 που ο χρόνος ανέδειξε σε κλασσικό, περιέχει μια σπάνια διαδρομή στην ερωτική ποίηση.
Από την Σαπφώ ως τον Lorca κι από τον Ευριπίδη ως τον Σαραντάρη, ο δίσκος είναι ακόμη αυτό που ο συνθέτης του θέλησε, ένας "λαϊκός θεός"...

Είναι όμως και μία πρόκληση στο σήμερα... πρόκληση με την μορφή ερωτήματος:

Τι είναι τελικά "λαϊκό τραγούδι";
Είναι αυτό που ακούει ο "λαός" ή είναι αυτό που χαρακτηρίζει και εκφράζει την πορεία ενός λαού μέσα στο χρόνο;

Θα επιμένω να απαντώ το δεύτερο...
Σε μια αντιερωτική και ξεφτισμένη εποχή, σε μια εποχή που οι δημιουργοί συχνά σιωπούν... θα επιμένω.
Δεν είναι σημεία των καιρών το ξέφτισμα, η σιωπή και η έκπτωση, οι "καιροί" είναι προϊόν τους.

Όσο οι δημιουργοί σιωπούν, τόσο οι "καιροί" ξεφτίζουν...


"Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι ένας λαϊκός θεός που ζει στη φαντασία μας απ' τη στιγμή που γεννιόμαστε ίσαμε να πεθάνουμε, όμορφος, εφηβικός και αδιάκοπα ζωντανός.

Ο Μεγάλος Ερωτικός δεν φοράει γραφικά τοπικά ρούχα. Φοράει δικά του που συνθέτουν δύσκολους συνδυασμούς ήχων, ανάλφρων χρωμάτων και ποιητικών ονείρων. Δεν περιέχει μηνύματα που εύκολα τα σβήνουν οι βροχές. Δεν αντιστέκεται.

Από άσματος άρχεσθαι
και επί των μελισμάτων αυτού
και άδετε μετ' εμού.

Η σειρά που ακολουθούν τα ποιήματα αυτά των Ελλήνων ποιητών σχηματίζει έναν αδιάσπαστο κύκλο τραγουδιών, μια λειτουργία για τον Μεγάλο Ερωτικό, κάτι σαν τους εσπερινούς Αγίων σ' ερημοκκλήσια μακρινά με τη συμμετοχή φανταστικών αγγέλων, εραστών, παρθένων και εφήβων. Είναι μια λιτανεία περίεργη, όμως και τόσο φυσική, στη εσωτερική κι απόκρυφη ζωή μας.

Προσπάθησα να δημιουργήσω απλά τραγούδια αλλά όχι κι εύκολα. Γι' αυτό διάλεξα με προσοχή τους τραγουδιστές που θα τα ερμήνευαν.

Και πρώτα η Φλέρυ Νταντωνάκη, με πάθος, σπάνια φωνή κι εσωτερική ένταση και ο Δημήτρης Ψαριανός, απέριττος, νεανικός και γνήσια λαϊκός.Και οι δυο τους τραγουδώντας στον «Μεγάλο Ερωτικό» νομίζω ότι δίνουν μαθήματα ήθους, αλήθειας και μαγείας στο λαϊκό τραγούδι. Με τα τραγούδια αυτά αποτείνομαι στην πιο κρυφή ευαισθησία των νέων ανθρώπων κάθε ηλικίας κι όχι στους εφήμερους και ανεξέλεγκτους ερεθισμούς τους.

Τα τραγούδια αυτά δεν έιναι αισθησιακά. Λειτουργούν πέρα απ' την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη επικοινωνία.

Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι μια σειρά από λαϊκά τραγούδια, που γράφτηκαν πρώτ' απ' όλα για να επικοινωνήσω εγώ ο ίδιος με όλα τα ελληνικά πρόσωπα που αγαπώ βαθιά, αυτά που γνώρισα, αυτά που θα γνωρίσω κι αυτά που δεν θα μπορέσω ποτέ μου να γνωρίσω. Κι ακόμη, μες απ' αυτά, να ενωθώ με την ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική κι ελληνική."

Μάνος Χατζιδάκις, 28 Νοεμβρίου 1972*



.



.

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.

Να ’χα το σύννεφο άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.

Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.

Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.

Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.

Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.



*Πηγή: Μελωδία FM 99.2

Δίκοπη ζωή...

.
"γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε."*

Μου σημάδεψε τη ζωή το τραγούδι αυτό κι αυτός ο στίχος.

Στον ποιητή λοιπόν αφιερωμένο…


Εκείνον που, με το νου στον ουρανό και τα πόδια στη γη…
Με τη ματιά στο αύριο και τη ζωή στο τώρα…

Κατανοεί την ακρίβεια των πραγμάτων

Αφουγκράζεται τους τριγμούς του σύμπαντος

Συναισθάνεται τις δονήσεις της ανθρωπότητας

Και μιλά…


Ψιθυρίζει την Αλήθεια στο αυτί του μέλλοντος



Ελένη Λ.



*από τη Δίκοπη Ζωή, σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την παράδοση...
Ένα κείμενο επίκαιρο, αντίδοτο στην βλακεία που διεκδικεί εύσημα πατριωτισμού... με ένα "κλικ" στην εικόνα διαβάστε το...

Μάθε πόσο μετράει η υπογραφή σου...